καταπιπράσκω

καταπιπράσκω
καταπιπράσκω (Α)
(επιτ. τ. τού πιπράσκω*) πουλώ εξ ολοκλήρου, ξεπουλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πιπράσκω «πουλώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταπεπραμένον — καταπεπρᾱμένον , καταπιπράσκω sell outright perf part mp masc acc sg (epic doric aeolic) καταπεπρᾱμένον , καταπιπράσκω sell outright perf part mp neut nom/voc/acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιπράσκει — καταπιπρά̱σκει , καταπιπράσκω sell outright pres ind mp 2nd sg (attic doric) καταπιπρά̱σκει , καταπιπράσκω sell outright pres ind act 3rd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπέπρακεν — καταπέπρᾱκεν , καταπιπράσκω sell outright perf ind act 3rd sg (epic doric aeolic) καταπέπρᾱκεν , καταπιπράσκω sell outright plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπρατικόν — καταπρατικόν, τὸ (Α) επιγρ. φόρος για τις πωλήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιπράσκω, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *καταπράτης] …   Dictionary of Greek

  • καταπεπρακότας — καταπεπρᾱκότας , καταπιπράσκω sell outright perf part act masc acc pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπεπράκασι — καταπεπρά̱κᾱσι , καταπιπράσκω sell outright perf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπεπράκασιν — καταπεπρά̱κᾱσιν , καταπιπράσκω sell outright perf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπεπρῆσθαι — καταπίμπρημι burn to ashes perf inf mp καταπιπράσκω sell outright perf inf mp (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπιπράσκοντες — καταπιπρά̱σκοντες , καταπιπράσκω sell outright pres part act masc nom/voc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπραθέν — καταπρᾱθέν , καταπιπράσκω sell outright aor part pass neut nom/voc/acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”